- αμβλυωπός
- -ή, -ό (Α ἀμβλυωπός, -όν)αυτός που έχει αμβλεία, δηλ. ασθενή, αδύναμη όραση(για αστέρια) αμυδρός, θαμπός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλὺς + -ωπὸς < ὄψις.ΠΑΡ. αμβλυωπία. αρχ. ἀμβλυωπῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμβλυωπός — dim sighted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβλυωπότερον — ἀμβλυωπός dim sighted adverbial comp ἀμβλυωπός dim sighted masc acc comp sg ἀμβλυωπός dim sighted neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβλυωπόν — ἀμβλυωπός dim sighted masc/fem acc sg ἀμβλυωπός dim sighted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβλυωποί — ἀμβλυωπός dim sighted masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβλυωπότερα — ἀμβλυωπός dim sighted neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ambliopía — (Del gr. amblyopia < amblyopos < amblys, débil + ops, vista.) ► sustantivo femenino MEDICINA Disminución de la agudeza visual. * * * ambliopía (del gr. «amblyōpía», de «amblyōpós», el que tiene la vista débil) f. Med. Disminución de la… … Enciclopedia Universal
ambliope — ► adjetivo/ sustantivo masculino femenino MEDICINA Persona que padece ambliopía. * * * ambliope. (Del gr. ἀμβλυωπός, que tiene débil la vista). adj. Med. Dicho de una persona: Que tiene debilidad o disminución de la vista, sin lesión orgánica del … Enciclopedia Universal
-ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… … Dictionary of Greek
αμβλυωπία — Ελαττωματική όραση του ενός ή και των δύο ματιών. Η χρησιμοποίηση φακών δεν την εξαλείφει. Υπάρχουν διάφορα είδη α., με κυριότερα τη συγγενή (δηλαδή, εκ γενετής) και την επίκτητη. Η δεύτερη μπορεί να προέρχεται από διάφορα αίτια, ακόμα και από… … Dictionary of Greek
αμβλυωπώ — ἀμβλυωπῶ ( έω) (Α) [ἀμβλυωπός] έχω αμβλεία, ασθενή, αδύναμη όραση, πάσχω από αμβλυωπία … Dictionary of Greek